θεριστήρι(ον)

θεριστήρι(ον)
το серп; коса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "θεριστήρι(ον)" в других словарях:

  • θεριστήρι — το (Α θεριστήριον) [θεριστήρ] μικρό θεριστικό δρεπάνι …   Dictionary of Greek

  • θέριστρον — θέριστρον, το (Α) 1. το θερίστριον* 2. δρεπάνι, θεριστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα τρον (πρβλ. άρο τρον, ζύγασ τρον)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»